ταχογράφος

ταχογράφος
ο, Ν
τεχνολ. όργανο καταγραφής τής ταχύτητας, ανά πάσα χρονική στιγμή, ενός μεταφορικού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachograph < τάχος (το) «ταχύτητα» + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταχογράφος — ο όργανο με το οποίο καταγράφεται το ανώτερο όριο ταχύτητας (αυτοκινήτων, αεροπλάνων, πλοίων κτλ.), η απόσταση που διανύθηκε και ο χρόνος που χρειάστηκε γι αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”